στίχου

στίχου
στείχω
walk
aor ind mid 2nd sg (attic epic doric)
στίχος
row
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… …   Dictionary of Greek

  • ημιστίχιο ή ημίστιχο — Όρος της μετρικής για την ονομασία του μισού στίχου. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει τον αλεξανδρινό εξασύλλαβο, που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τμήμα του ολόκληρου στίχου και αποτελείται από δύο τρισύλλαβους πόδες. Ο όρος… …   Dictionary of Greek

  • στιχουργική — Η επιστήμη που εξετάζει τον τρόπο της κατασκευής των στίχων, τους κανόνες δηλαδή σύμφωνα με τους οποίους γίνεται η σύνθεση των στίχων που απαρτίζουν ένα ποίημα. Οι κανόνες αυτοί αφορούν κυρίως τον αριθμό των συλλαβών, την τομή, την ομοιοκαταληξία …   Dictionary of Greek

  • άμποτε — και άμποτες επιφών. (Μ ἄμποτε και ἄμποτες) είθε, μακάρι, ο Θεός να δώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄν + ποτέ. Ο τ. απαντά για πρώτη φορά, και μάλιστα με ευχετική σημασία, ως σχόλιο (ἄμποτε ἴδοιμι) τού στίχου 971 τού Προμηθέα τού Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς …   Dictionary of Greek

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • ανακροστιχίδα — η πλοκή τού στίχου έτσι ώστε με τα ακραία (αρκτικά και τελικά) γράμματα κάθε στίχου να σχηματίζεται λέξη ή φράση είναι γνωστή και ως διπλή ακροστιχίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ακροστιχίδα …   Dictionary of Greek

  • αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… …   Dictionary of Greek

  • επισυναλοιφή — ἐπισυναλοιφή, ἡ (Α) 1. έκθλιψη τού τελικού φωνήεντος σε τέλος στίχου όταν η πρώτη λέξη τού επόμενου στίχου αρχίζει από φωνήεν 2. (στη λατινική μετρική) συνίζηση …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μερισμός — ο (ΑM μερισμός) [μερίζω] 1. μοίρασμα, μοιρασιά, διανομή 2. διχοτόμηση, χωρισμός στα δύο 3. κατανομή, καταμερισμός 4. (λογ.) φρ. «μερισμός αντίφασης» καθορισμός τών στοιχείων αντιφάσεως, διαίρεση σε αντιφατικές προτάσεις ή έννοιες νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”